- τράπεζα
- η1) банк;
Εθνική τράπεζα — национальный банк;
εκδο-
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Εθνική τράπεζα — национальный банк;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τραπέζα — τραπέζᾱ , τράπεζα table fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπέζᾳ — τραπέζᾱͅ , τράπεζα table fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — table fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
τράπεζα — η 1. έπιπλο με τέσσερα πόδια, τραπέζι. 2. επιχείρηση που εμπορεύεται το χρήμα δανείζοντας και παίρνοντας δάνεια για κέρδος: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας. 3. οριζόντιο στρώμα πετρωμάτων σε μεγάλη έκταση. 4. ως κύρ. όν., Τράπεζα αστερισμός στο νότιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κεντρική Τράπεζα — Τράπεζα στην οποία έχει ανατεθεί με μονοπωλιακή μορφή από το κράτος η έκδοση χαρτονομίσματος. Ονομάζεται και Εκδοτική. Για την Κ.Τ. της Ευρωπαïκής Ένωσης, βλ. λ. Ευρωπαïκή Κεντρική Τράπεζα … Dictionary of Greek
Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδας — Ενιαίος τραπεζικός οργανισμός, που συγκροτήθηκε μετά τη συγχώνευση δύο ελληνικών τραπεζών, της Ιονικής και της Λαϊκής. Ειδικότερα, η Ιονική Τράπεζα είχε συσταθεί με θέσπισμα της Γερουσίας στα Επτάνησα (23 Οκτωβρίου 1839) με έδρα την Αγγλία.… … Dictionary of Greek
Στρογγυλή Τράπεζα — Η τράπεζα του βασιλιά Αρθούρου, που είχε κυκλικό σχήμα, για να μην έχει κανένας από τους ιππότες που καθόταν σ’ αυτήν την πρωτοκαθεδρία. Ο μύθος για την τράπεζα αυτή είναι ουαλλικής, βρετανικής ή ιρλανδικής προέλευσης και αποτελεί κατάλοιπο της… … Dictionary of Greek
Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα — (ΕΚΤ). Χρηματοοικονομικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Η ΕΚΤ χαράσσει και θέτει σε εφαρμογή την νομισματική πολιτική για τις χώρες της ΕΕ, οι οποίες συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ και εκδίδει τα χαρτονομίσματά του. Η ΕΚΤ και οι κεντρικές… … Dictionary of Greek
Παρατίθου τράπεζα. — παρατίθου τράπεζα. См. Скатерть самобранка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)